φέγγος

φέγγος
φέγγος, ους, τό (Hom. Hymns+; ins, e.g. IAndrosIsis 39 [I B.C.]; LXX; TestJob 43:5; JosAs 14:9 φ. ἡλίου; GrBar; Ezek. Trag. 234 [Eus., PE 9, 29, 14] ἀπʼ οὐρανοῦ φ. 16; Philo; Jos., Ant. 2, 308; 11, 285; Tat. 20, 2) light, radiance, of the moon (Ps.-X., Cyneget. 5, 4; Philo, Somn. 1, 23) Mt 24:29; Mk 13:24. Of a λύχνος (Callim. 55, 3) Lk 11:33 v.l. (cp. TestJob 43:5 [w. λύχνος]). Of two heavenly beings πολὺ φέγγος ἔχοντες GPt 9:36.—DELG. Cp. φῶς.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φέγγος — light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το ους 1. φως και μάλιστα το διάχυτο, ωχρό και αμυδρό, όπως είναι του φεγγαριού ή των άστρων: Είχε φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, γεμάτο, κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω (Ερωτόκριτος). 2. φως, λάμψη, ανταύγεια. 3. το φεγγάρι, το φέγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέγγει — φέγγος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φέγγεϊ , φέγγος light neut dat sg (epic ionic) φέγγος light neut dat sg φέγγω make bright pres ind mp 2nd sg φέγγω make bright pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγη — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φέγγος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγέων — φέγγος light neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγίων — φέγγος light neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεα — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεος — φέγγος light neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσι — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσιν — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”